- επιταγή
- Πιστωτικός τίτλος με ασαφή ιστορική καταγωγή που γνώρισε ευρεία διάδοση από τις αρχές του 18ου αι. στη Μεγάλη Βρετανία, όταν απαγορεύτηκε στα πιστωτικά ιδρύματα να εκδίδουν τραπεζογραμμάτια και παραχωρήθηκε το δικαίωμα της έκδοσης χαρτονομίσματος μόνο στην Τράπεζα της Αγγλίας. Η ε. (ονομάζεται επίσης και ε. λογαριασμού όψεωςτσεκ) είναι ένα έγγραφο που περιέχει τη χωρίς όρους εντολή προς μια τράπεζα να πληρώνει, στον κομιστή της ε., ένα καθορισμένο ποσό σε διαταγή ενός ορισμένου προσώπου. Η ε. εξομοιώνεται προς τη συναλλαγματική, αλλά διακρίνεται από αυτή, γιατί, ενώ η συναλλαγματική είναι ένα πιστωτικό όργανο που επιτρέπει την πραγματοποίηση εμπορικών πράξεων με αναβολή της πληρωμής, η τραπεζική ε. είναι μέσο άμεσης πληρωμής και χρησιμοποιείται ως υποκατάστατο του χρήματος. Εκείνος που έχει καταθέσεις σε μια τράπεζα μπορεί να πραγματοποιήσει πληρωμές δίνοντας την εντολή στην τράπεζα –με την ε.– να πληρώνει. Με τον τρόπο αυτόν, η πληρωμή πραγματοποιείται με μια απλή σειρά ενημερώσεων στους τρεχούμενους λογαριασμούς διαφόρων προσώπων που τηρούνται από τις τράπεζές τους και χωρίς καμία υλική παρεμβολή χρήματος. Το φαινόμενο αυτό, που οι οικονομολόγοι το αποκαλούν κυκλοφορία των καταθέσεων, έχει έκδηλα πλεονεκτήματα και παίζει ιδιαίτερο ρόλο στις χώρες με την περισσότερο ανεπτυγμένη οικονομία –όπως π.χ. στις ΗΠΑ– όπου πρακτικά όλοι έχουν τη συνήθεια να καταθέτουν τα χρήματά τους στην τράπεζα και όπου όλες σχεδόν οι πληρωμές πραγματοποιούνται με ε., ενώ το χρήμα χρησιμοποιείται μόνο σε κέρματα και για τις μικρές καθημερινές αγορές.
Οι ε., εκτός από μέσο πληρωμών, μπορούν να είναι και μέσο ρευστοποίησης των τραπεζικών πιστώσεων, επειδή εκδίδονται όχι μόνο από εκείνον που έχει καταθέσει τα κεφάλαιά του σε μια τράπεζα αλλά και από εκείνον στον οποίο έχει χορηγηθεί ένα άνοιγμα πίστωσης από την τράπεζα.
Επίσης, μπορεί να εκδοθεί μια ε. χωρίς αντίκρισμα, δηλαδή χωρίς ο εκδότης της να διαθέτει –άμεσα ή έμμεσα– την κάλυψη κεφαλαίου αντίστοιχου με το ποσό που αναγράφεται στην ε. Αυτό μπορεί να συμβεί στην περίπτωση που η πρόθεσή του ήταν να αποδώσει στην ε. την πιστωτική λειτουργία που εκπληρώνει η συναλλαγματική. Για να παρεμποδιστεί όμως αυτή η πράξη, σε περίπτωση δόλου, ο νόμος προβλέπει ποινικές κυρώσεις εναντίον εκείνου που εκδίδει ακάλυπτη ε. Παρά τη γενική προστασία που προσφέρει η απειλή τέτοιων κυρώσεων, όποιος δέχεται μια ε. δεν μπορεί να είναι βέβαιος ότι υπάρχει πραγματικά στην τράπεζα το αντίστοιχο αντίκρισμα, επειδή τίποτα παρόμοιο δεν προκύπτει από τον ίδιο τον τίτλο. Για να αντιμετωπιστούν αυτές οι περιπτώσεις, χρησιμοποιούνται ειδικοί τύποι ε. (θεωρημένη ε. σε στρογγυλά ποσά) που δίνουν στον κομιστή τη βεβαιότητα της κάλυψης. Από παρόμοιους κινδύνους είναι απαλλαγμένη η τραπεζική ε.
Η τραπεζική ε. είναι ένας πιστωτικός τίτλος που διακρίνεται από την ιδιωτική ε. γιατί δεν εκδίδεται από έναν ιδιώτη, αλλά μόνο από μια εξουσιοδοτημένη τράπεζα. Ανάλογη ως προς τον τύπο και το νομικό καθεστώς με τη συναλλαγματική, περιέχει την υπόσχεση της ίδιας της τράπεζας να πληρωθεί ένα ορισμένο ποσό στον κομιστή της ε. σε ένα από τα υποκαταστήματά της. Η βεβαιότητα της πληρωμής των τραπεζικών ε. (εγγυημένων από την κάλυψη των πιστωτικών ιδρυμάτων) έχει ως αποτέλεσμα να κυκλοφορούν ως χαρτονομίσματα, διευκολύνοντας έτσι τις πληρωμές.
Αντίθετα προς την ιδιωτική ε. που μπορεί να εκδοθεί είτε σε διαταγή, είτε στον κομιστή, η τραπεζική ε. δεν εκδίδεται παρά μόνο σε διαταγή, γιατί αλλιώς θα παραχωρείτο στις εμπορικές τράπεζες η δυνατότητα να εκδίδουν στην ουσία χαρτονομίσματα. Ενώ η ε. στον κομιστή μπορεί να μεταφερθεί από τον κάτοχό της σε ένα άλλο πρόσωπο με απλή παράδοση, για τη μεταφορά της ε. σε διαταγή απαιτείται η οπισθογράφηση, δηλαδή η αναγραφή πάνω στο έγγραφο των λέξεων «αντ’ εμού πληρώσατε εις τον κ....» ή άλλων παρεμφερών τα οποία ακολουθούνται από την υπογραφή και την οπισθογράφηση.
Υπάρχει επίσης ο κίνδυνος της παράνομης χρήσης της ε. από κάποιον που δεν είναι νόμιμος κάτοχός της. Για να αποτραπούν οι κίνδυνοι αυτοί (σε περιπτώσεις κλοπής, απώλειας κλπ.) όλοι οι τύποι ε. μπορούν να γίνουν δίγραμμοι (σε μια τέτοια περίπτωση η ε. μπορεί να πληρωθεί στον τραπεζίτη ή στον πελάτη του) ή να εκδοθούν με τη ρήτρα μη μεταβιβάσιμη (οπότε δεν μπορεί να οπισθογραφηθεί). Στην τουριστική επιταγή, η πληρωμή της επιβάλλεται από την υπογραφή του εγγράφου από τον εκδότη, με υπογραφή όμοια με εκείνη που έχει τεθεί σε αυτό κατά τη στιγμή της απόκτησής του.
Στις περισσότερες χώρες και στην Ελλάδα (από το 1928) λειτουργούν γραφεία συμψηφισμού, για τον συμψηφισμό μεταξύ των τραπεζών των ε. που έχουν εκδοθεί από αυτές. Τα υπόλοιπα τακτοποιούνται με τις ανάλογες εγγραφές στους λογαριασμούς των τραπεζών που κρατά η Τράπεζα της Ελλάδος. Έτσι, περιορίζεται στο ελάχιστο η κυκλοφορία ρευστού χρήματος για τις συναλλαγές.
* * *η (AM ἐπιταγή) [επιτάσσω]διαταγή, προσταγή, εντολή, παραγγελία(α. «κατ’ ἐπιταγήν» — με διαταγή, με εντολήβ. «οι επιταγές τών καιρών» — αυτά που οι τωρινές συγκυρίες επιβάλλουνγ. («ἀλλ’ ἦν ἅπαντα τεταγμένα νόμων ἐπιταγαῑς», Διόδ. Σικ.)νεοελλ.1. «ταχυδρομική επιταγή» — ειδικό έντυπο που μέσω ταχυδρομείου διακινεί χρηματικά ποσά2. (εμπ. δίκ.) ειδικό έντυπο με το οποίο ο εκδότης δίνει εντολή σε τράπεζα ή νομικό πρόσωπο δημόσιου δικαίου (πληρωτής) να καταβάλει σε τρίτο πρόσωπο (δικαιούχος) χρηματικό ποσό, κν. τσεκ3. (πολ. δικ.) αντίγραφο εκτελεστή τίτλου που κοινοποιείται από τον δανειστή στον οφειλέτη4. «τραπεζική επιταγή» — η έγγραφη υπόσχεση τής τράπεζας που εκδίδει την επιταγή ότι είναι στη διάθεση τού δικαιούχου το αναφερόμενο ποσό5. «ακάλυπτη επιταγή» — αυτή που εκδίδεται χωρίς αντίκρισμα6. «δίγραμμη επιταγή» — αυτή που φέρει στο πρόσθιο μέρος δύο παράλληλες γραμμές, ανάμεσα στις οποίες ο εκδότης γράφει την τράπεζα όπου μπορεί να γίνει η πληρωμή τής επιταγής αυτήςαρχ.επιβολή φόρου, φορολογία («τάς ἐπιταγάς δυσχερῶς φέροντες», Πολ.).
Dictionary of Greek. 2013.